φαρανίτης

φαρανίτης
ὁ, θηλ. φαρανῑτις, -ίτιδος, Α [Φαράν]
1. ιθαγενής τής επαρχίας τής μεγάλης ερήμου τής Αραβίας, Φαράν
2. το θηλ. είδος αμεθύστου που απαντά στην ίδια επαρχία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • φαρανίτης — φαρανί̱της , φαρανίτης native of masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαρανῖται — φαρανίτης native of masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαρανίτας — φαρανί̱τᾱς , φαρανίτης native of masc acc pl φαρανί̱τᾱς , φαρανίτης native of masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαρανίτην — φαρανί̱την , φαρανίτης native of masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαρανίτου — φαρανί̱του , φαρανίτης native of masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”